σηκώνω, ρ. [<μσν. σηκώνω <μτγν. σηκῶ (= ζυγίζω) + κατάλ. -ώνω], σηκώνω. 1. αφυπνίζω κάποιον: «το πρωί θέλω να με σηκώσεις στις εφτά». 2. ανέχομαι, δέχομαι, επιδέχομαι: «αυτά που ήξερες αλλού, γιατί εγώ δε σηκώνω αγριάδες». 3. κηδεύω: «πότε θα σηκώσουν το νεκρό;». 4. ξεσηκώνω, κάνω κάποιον να επαναστατήσει: «ήρθε εκεί που καθόμασταν, μας σήκωσε να πάμε για τσάρκα κι αυτός πήγε για ύπνο! || τους σήκωσε για απεργία». 5. χτίζω: «μάζεψε λίγα λεφτουδάκια και σήκωσε έναν όροφο για την κόρη του». 6. κάνω ανάληψη από τράπεζα, παίρνω χρήματα νόμιμα ή παράνομα: «πήγα το πρωί και σήκωσα πέντε χιλιάδες ευρώ από την τράπεζα, για να πάω διακοπές με την οικογένειά μου || χωρίς να τον πάρει κανείς μυρουδιά, σήκωσε το ταμείο και την κοπάνησε». 7. κλέβω: «έλειπαν διακοπές οι άνθρωποι και τους σήκωσαν όλο το σπίτι». (Ακολουθούν 126 φρ.)·
- δε με σηκώνει άλλο, βλ. λ. άλλος·
- δε με σηκώνει το κλίμα, βλ. λ. κλίμα·
- δε με σηκώνει ο αέρας, βλ. λ. αέρας·
- δε με σηκώνει ο τόπος, βλ. λ. τόπος·
- δε σηκώνει, δεν είναι σωστό, δεν είναι επιτρεπτό, δεν επιτρέπεται: «δε σηκώνει να κοροϊδεύεις γέρο άνθρωπο». Πολλές φορές, τίθεται ως ερώτηση στο συνομιλητή και η απάντηση δίνεται από το ίδιο άτομο που ρωτάει: «σηκώνει να κοροϊδεύεις γέρο άνθρωπο, δε σηκώνει!»·
- δε σηκώνει άλλο, βλ. λ. άλλος· 
- δε σηκώνει άλλο το κλίμα, βλ. λ. κλίμα·
- δε σηκώνει η πλάτη μου ή δε σηκώνουν οι πλάτες μου, βλ. λ. πλάτη·
- δε σηκώνει η τσέπη μου, βλ. λ. τσέπη·
- δε σηκώνει μύγα στο σπαθί του, βλ. λ. μύγα·
- δε σηκώνει πολλά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- δε σηκώνει πολλές κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) απ’ τη γη, βλ. λ. μάτι·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) να δει άνθρωπο, βλ. λ. μάτι·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) να με δει, βλ. λ. μάτι·
- δε σηκώνει τα μάτια του (από κάτι), βλ. λ. μάτι·
- δε σηκώνει τα μάτια του να με δει, βλ. λ. μάτι·
- δε σηκώνει το πορτοφόλι μου, βλ. λ. πορτοφόλι·
- δε σηκώνει το ποτό, βλ. λ. ποτό·
- δε σηκώνω αγριάδα ή δε σηκώνω αγριάδες, βλ. λ. αγριάδα·
- δε σηκώνω αντριλίκι ή δε σηκώνω αντριλίκια, βλ. λ. αντριλίκι·
- δε σηκώνω αστεία, βλ. λ. αστείο·
- δε σηκώνω δεύτερη κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- δε σηκώνω ζοριλίκι ή δε σηκώνω ζοριλίκια, βλ. λ. ζοριλίκι·
- δε σηκώνω κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- δε σηκώνω κεφάλι απ’ τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- δε σηκώνω κεφάλι απ’ τη δουλειά μου, βλ. λ. δουλειά·
- δε σηκώνω κεφάλι απ’ το βιβλίο, βλ. λ. βιβλίο·
- δε σηκώνω κεφάλι απ’ το διάβασμα, βλ. λ. διάβασμα·
- δε σηκώνω κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- δε σηκώνω νταηλίκι ή δε σηκώνω νταηλίκια, βλ. λ. νταηλίκι·
- δε σηκώνω παραμύθι ή δε σηκώνω παραμύθια, βλ. λ. παραμύθι·
- δε σηκώνω πλάκα ή δε σηκώνω πλάκες, βλ. λ. πλάκα·
- δε σηκώνω πουστιές, βλ. λ. πουστιά·
- δε σηκώνω συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- δε σηκώνω τέτοια! βλ. λ. τέτοιος·
- δε σηκώνω χαλινάρι, βλ. λ. χαλινάρι·
- δεν μπορώ να σηκώσω κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- δεν τα σηκώνω αυτά, απειλητική έκφραση σε κάποιον που μας συμπεριφέρεται προκλητικά ή που προσπαθεί με διάφορους δυναμικούς τρόπους να μας εκφοβίσει ή να μας επιβληθεί: «εμένα μη μου κάνεις τον άγριο, γιατί δεν τα σηκώνω αυτά». Πολλές φορές, άλλοτε προτάσσεται της φρ. και άλλοτε ακολουθεί το ρ. της φρ. το εγώ. Συνών. δεν τα μασάω αυτά / δεν τα τρώω αυτά·  
- δεν το σηκώνει (ενν. το ποτό), δεν αντέχει να πιει πολύ, γιατί του δημιουργεί πρόβλημα, γιατί μεθάει εύκολα: «δεν το σηκώνει ο φουκαράς, κι όταν πιει λίγο παραπάνω, γίνεται χάλια»·
- η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά, βλ. λ. επιστήμη·
- η μύτη του να πέσει, δε σκύβει να τη σηκώσει, βλ. λ. μύτη·
- η υπόθεση σηκώνει τσιγάρο, βλ. λ. υπόθεση·
- θα σε πάρει και θα σε σηκώσει! βλ. λ. παίρνω·
- θα σε πάρει ο διάβολος και θα σε σηκώσει! βλ. λ. διάβολος·
- με πήρε και με σήκωσε, βλ. λ. παίρνω·
- μέχρι να σηκώσει το δεξί του, βρομάει τ’ αριστερό του, βλ. λ. δεξί·
- μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, αραχνιάζει τ’ άλλο ή  μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο ή μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, του τρώει ο λύκος τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- μου σηκώνει τα μυαλά ή μου σηκώνει το μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- μου σηκώνει το νου, βλ. λ. νους·
- όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, θα τον βρεις από κάτω, βλ. λ. πέτρα·
- πήρε ό,τι σηκώνει η μύγα στο φτερό της, βλ. λ. μύγα·
- που να πάρ’ ο διάβολος και να σε σηκώσει! βλ. λ. διάβολος·
- πρόσεχε, γιατί το μεγαλύτερο κομμάτι θα το σηκώσει το μυρμήγκι! βλ. λ. μυρμήγκι·
- σηκώνει η πλάτη μου ή σηκώνουν οι πλάτες μου, βλ. λ. πλάτη·
- σηκώνει κουβέντα η υπόθεση ή η υπόθεση σηκώνει κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- σηκώνει κουβέντα το θέμα ή το θέμα σηκώνει κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- σηκώνει κουβέντα το πράγμα ή το πράγμα σηκώνει κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- σηκώνει νερό, βλ. λ. νερό·
- σηκώνει νερό η υπόθεση ή η υπόθεση σηκώνει νερό, βλ. λ. νερό·
- σηκώνει νερό το θέμα ή το θέμα σηκώνει νερό, βλ. λ. νερό·
- σηκώνει νερό το πράγμα ή το πράγμα σηκώνει νερό, βλ. λ. νερό·
- σηκώνει συζήτηση η υπόθεση ή η υπόθεση σηκώνει συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- σηκώνει συζήτηση το θέμα ή το θέμα σηκώνει συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- σηκώνει συζήτηση το πράγμα ή το πράγμα σηκώνει συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- σηκώνει πολλά η καμπούρα μου, βλ. λ. καμπούρα·
- σηκώνει τα πόδια της, (για γυναίκες) βλ. λ. πόδι·
- σηκώνει το καπάκι ή το σηκώνει το καπάκι, βλ. λ. καπάκι·
- σηκώνει το σακάκι ή το σηκώνει το σακάκι, βλ. λ. σακάκι·
- σηκώνει το ποτό ή το σηκώνει το ποτό, βλ. λ. ποτό·
- σηκώνουν το νεκρό, βλ. λ. νεκρός·
- σηκώνω αντάρτικο, βλ. λ. αντάρτικο·
- σηκώνω καπάκι, βλ. λ. καπάκι·
- σηκώνω κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- σηκώνω λαγό, βλ. λ. λαγός·
- σηκώνω λευκή σημαία, βλ. λ. σημαία·
- σηκώνω λεφτά απ’ την τράπεζα, βλ. λ. λεφτά·
- σηκώνω μπαϊράκι, βλ. λ. μπαϊράκι·
- σηκώνω μύτη, βλ. λ. μύτη·
- σηκώνω οικοδομή, βλ. λ. οικοδομή·
- σηκώνω πανί ή σηκώνω πανιά, βλ. λ. πανί·
- σηκώνω παντιέρα, βλ. λ. παντιέρα·
- σηκώνω σκόνη, βλ. λ. σκόνη·
- σηκώνω στα χέρια (κάποιον), βλ. λ. χέρι·
- σηκώνω σταυρό, βλ. λ. σταυρός·
- σηκώνω στην πλάτη μου ή σηκώνω στις πλάτες μου, βλ. λ. πλάτη·
- σηκώνω τ’ αεροπλάνο, βλ. λ. αεροπλάνο·
- σηκώνω τα βάρη, βλ. λ. βάρος·
- σηκώνω τα μανίκια, βλ. λ. μανίκι·
- σηκώνω τα χέρια, βλ. λ. χέρι·
- σηκώνω τη γειτονιά το ποδάρι ή σηκώνω στο ποδάρι τη γειτονιά, βλ. λ. γειτονιά·
- σηκώνω τη γειτονιά στο πόδι ή σηκώνω στο πόδι τη γειτονιά, βλ. λ.γειτονιά·
- σηκώνω τη μύτη (μου), βλ. λ. μύτη·
- σηκώνω τη σημαία, βλ. λ. σημαία·
- σηκώνω τη φωνή (μου), βλ. λ. φωνή·
- σηκώνω (την) άγκυρα, βλ. λ. άγκυρα·
- σηκώνω την τράπεζα, βλ. λ. τράπεζα·
- σηκώνω τις πλάτες (μου), βλ. λ. πλάτες·
- σηκώνω το βάρος, βλ. λ. βάρος·
- σηκώνω το γάντι, βλ. λ. γάντι·
- σηκώνω (το) μαγαζί, βλ. λ. μαγαζί·
- σηκώνω το ποτήρι, βλ. λ. ποτήρι
- σηκώνω το σταυρό του μαρτυρίου, βλ. λ. σταυρός·
- σηκώνω το ταμείο, βλ. λ. ταμείο·
- σηκώνω το τηλέφωνο, βλ. λ. τηλέφωνο·
- σηκώνω το τραπέζι ή σηκώνω τραπέζι, βλ. λ. τραπέζι·
- σηκώνω το χέρι, (για μαθητές), βλ. λ. χέρι· 
- σηκώνω τον κόσμο στο ποδάρι ή σηκώνω στο ποδάρι τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- σηκώνω τον κόσμο στο πόδι ή σηκώνω στο πόδι τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- σηκώνω τον τόνο της φωνής μου, βλ. λ. φωνή·
- σηκώνω τους ώμους μου, βλ. λ. ώμος·
- σηκώνω ύψωμα, βλ. λ. ύψωμα·
- σηκώνω φωνή, βλ. λ. φωνή·
- σηκώνω χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
- σηκώνω χέρι (εναντίον κάποιου), βλ. λ. χέρι·
- σηκώνω χρήματα, βλ. λ. χρήμα·
- σηκώνω ψηλά τα χέρια μου, βλ. λ. χέρι·
- σήκωσαν όλο το σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- σήκωσε όλο το μαγαζί, βλ. λ. μαγαζί·
- σήκωσε όλο το χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
- σήκωσε όλο το χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
- τα σηκώνει (ενν. τα πόδια της), είναι γυναίκα που δέχεται εύκολα να υποστεί τη σεξουαλική πράξη: «είναι τόσο αφελής γυναίκα, που με δυο τρία γλυκόλογα τα σηκώνει αμέσως»·
- το κρασί σηκώνει νερό, βλ. λ. κρασί·
- τον έχω σήκω πάνω, κάτσε κάτω, λέγεται για να δηλώσουμε την απόλυτη εξουσία μας επάνω σε κάποιον: «σε μας κάνει το σκληρό, αλλά η γυναίκα του τον έχει σήκω πάνω, κάτσε κάτω». (Λαϊκό τραγούδι: σήκω πάνω, κάτσε κάτω αγανάκτησα και βλαστήμησα την ώρα που σ’ αγάπησα, ώσπου έγινα θηρίο κι επαναστάτησα
- τον έχω σήκω σήκω, κάτσε κάτσε ή τον έχω σήκω κάτσε, κάτσε σήκω, βλ. φρ. τον έχω σήκω πάνω, κάτσε κάτω·
- τον πήρε και τον σήκωσε, βλ. λ. παίρνω·
- τον σηκώνω στην πλάτη, βλ. λ. πλάτη·
- ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, αραχνιάζει τ’ άλλο ή ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο ή ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, του τρώει ο λύκος τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι.